- αντιδάκνω
- ἀντιδάκνω (Α)ανταποδίδω δάγκωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιδάκνει — ἀντιδάκνω bite in turn pres ind mp 2nd sg ἀντιδάκνω bite in turn pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδάκνουσι — ἀντιδάκνω bite in turn pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀντιδάκνω bite in turn pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδακεῖν — ἀντιδάκνω bite in turn aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδηξόμενος — ἀντιδάκνω bite in turn fut part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδάκνειν — ἀντιδάκνω bite in turn pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδήξεται — ἀντιδάκνω bite in turn fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια … Dictionary of Greek